-
1 περιποιήση
περιποιήσηι, περιποίησιςkeeping safe: fem dat sg (epic)περιποιέωcause to remain over and above: aor subj mid 2nd sgπεριποιέωcause to remain over and above: aor subj act 3rd sgπεριποιέωcause to remain over and above: fut ind mid 2nd sgπεριποιέωcause to remain over and above: aor subj mid 2nd sgπεριποιέωcause to remain over and above: aor subj act 3rd sgπεριποιέωcause to remain over and above: fut ind mid 2nd sg -
2 περιποιήσῃ
περιποιήσηι, περιποίησιςkeeping safe: fem dat sg (epic)περιποιέωcause to remain over and above: aor subj mid 2nd sgπεριποιέωcause to remain over and above: aor subj act 3rd sgπεριποιέωcause to remain over and above: fut ind mid 2nd sgπεριποιέωcause to remain over and above: aor subj mid 2nd sgπεριποιέωcause to remain over and above: aor subj act 3rd sgπεριποιέωcause to remain over and above: fut ind mid 2nd sg -
3 περιποίηση
[-ις (-εως)] η1) уход, забота;η περιποίηση τσύ ασθενους — уход за больным;
2) обхаживание (кого-л.);3) πλ. любезность; предупредительность, внимательность; 4) гостеприимство;βρήκαμε μεγάλη περιποίηση — нас приняли очень гостеприимно
-
4 περιποίηση
[пэрипииси] ουσ. 9. забота, уход, внимание, предупредительность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιποίηση
-
5 περιποίηση
[пэрипииси] ουσ θ забота, уход, внимание, предупредительность. -
6 περιποίηση
bakım, özen, itina -
7 ağırlama
περιποίηση, φιλοξενία -
8 уход
уход Iм ἡ εξοδος, ἡ ἀναχώρηση [-ις]/ ἡ παραίτηση (в отставку):до (после) \ухода πρίν ἀπό (μετά) τήν ἀναχώρηση· перед самым \уходом ἀκριβώς λίγο πρίν φύγει.уход IIм (забота) ἡ περιποίηση [-ις]. ἡ φροντίδα [-ίς]:\уход за больным ἡ περιποίηση τοῦ ἀρρωστου· цветы требуют \ухода τά λουλούδια θέλουν περιποίηση. -
9 уход
уход 1-а α.1. φυγή• αναχώρηση•уход из семьи φυγή από την οικογένεια•
уход с работы η φυγή (σκάσιμο) από τη δουλειά•
до -а πριν την αναχώρηση•
перед самым -ом λίγο πριν την αναχώρηση.
2. απομάκρυνση• έξοδος•уход со сцены απομάκρυνση από τη σκηνή, εγκατάλειψη της σκηνής•
уход в отставку η παραίτηση.
εκφρ.выйти -ом (замуж) ή взять -ом (жену) – παλ. παντρεύομαι χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων.уход 2-а α.περιποίηση, φροντίδα, μέρ ιμνα. уход за посевами περιποίηση των σπαρτών•уход за ранеными περιποίηση των τραυματιών•
уход за цветами περιποίησητων λουλουδιών.
-
10 забота
забота ж 1) η φροντίδα, η μέριμνα 2) (уход ) η περιποίηση* * *ж1) η φροντίδα, η μέριμνα2) ( уход) η περιποίηση -
11 уход
I уход Ι м (откуда-л.) η αναχώρηση; η παραίτηση (в отставку)· перед самым его \уходом λίγο πριν φύγει II уход им (забота) η περιποίηση, η φροντίδα; η περίθαλψη (за больным)* * *I м(откуда-л.) η αναχώρηση; η παραίτηση ( в отставку)II мпе́ред са́мым его́ ухо́дом — λίγο πριν φύγει
( забота) η περιποίηση, η φροντίδα; η περίθαλψη ( за больным) -
12 забота
-ы θ.1. φροντίδα, σκέψη, έγνοια•он причиняет мне много -от αυτός με βάζει, σε πολλές έγνοιες.
2. μέριμνα, φροντίδα, επίβλεψη, περιποίηση•забота о больном περιποίηση ασθενή•
проявить -у δείχνω φροντίδα.
|| πλθ. -ы φροντίδες, σκοτούρες.εκφρ.без -от – αμέριμνα, ξέγνοιαστα•не твоя (его – κ.τ.τ.) -δεν είναι δική σου, δική του κλπ. δουλιά,δε σ’ ενδιαφέρει•не было -’ы! – σανά μην έφταναν αυτά! αυτό χρειάζονταν (ή έλειπε) ακόμα! (για απρόοπτο, δυσάρεστο γεγονός). -
13 уход
I. 1. (обслуживание, забота оказание помощи) η περιποίηση, η φροντίδα 2. (отклонение) η απόκλιση- частоты - της συχνότητας, η φυγή συχνότηταςII.(покидание, удаление, перемещение) η φυγή, η εγκατάλειψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уход
-
14 внимание
внимани||ес1. ἡ προσοχή:достойный \вниманиея ἀξιοπρόσεκτος, ἀξιοσημείωτος· обращать \внимание δίνω προσοχή, στρέφω τήν προσοχή μου· ре обращайте \вниманиея (на э́то) μή δίνετε σημασία· привлекать чье-л. \вниманиее τραβάω (или ἐπισύρω) τήν προσοχή· принимать во \внимание παίρνω ὑπ' ὀψη· оставлять без \вниманиея что-л. δέν δίνω προσοχή, δέν δίνω σημασία· \внимание1 προσοχή!·2. (предупредительность) ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση:оказывать кому́-л. \вниманиее φροντίζω (или μεριμνώ) γιά κάποιον окружать кого-л. \вниманиеемπεριβάλλω κάποιον μέ φροντίδα, περιποιούμαι. -
15 внимательность
внимательн||остьж \. ἡ προσεκτικό-τητα, ἡ προσοχή, τό ἐνδιαφέρον2. (предупредительность) ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση [-ις]. -
16 внимательный
внимательн||ыйприл1. προσεκτικός:\внимательныйый взгляд τό προσεκτικό βλεμμα·2. (предупредительный, заботливый) περιποιητικός:\внимательныйый уход (за больным) ἡ περιποίηση τοῦ ἀρρώστου. -
17 забота
забот||аж1. (беспокойство) ἡ φρον-τίδα [-ϊς], ἡ μέριμνα, ἡ ἐγνοια·2. (попечение) ἡ φροντίδα [-ίς], ἡ περιποίηση [-ις]· ◊ без забот ξέγνοιαστος, ἀμέριμνος· это моя \забота εἶναι δικιά μου δουλειά. -
18 заботливость
забот||ливостьж ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση [-ις], ἡ ἐπιμέλεια. -
19 отхаживать
отхаживатьнесов (тщательным уходом) разг συνεφέρνω (μέ τήν περιποίηση):\отхаживать больного συνεφέρνω τόν ἄρρωστον. -
20 предупредительность
предупредительностьж ἡ περιποίηση[-ις]. ἡ περιποιητικότητα:проявить \предупредительность εἶμαι πολύ περιποιητικός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιποίηση — η / περιποίησις, ήσεως ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. 1. πρόθυμη εξυπηρέτηση, στοργική μεταχείριση κάποιου, πρόθυμη παροχή υπηρεσιών σε κάποιον 2. υπηρεσία που παρέχεται αντί συγκεκριμένης αμοιβής («η περιποίηση τού αρρώστου ανατέθηκε σε ειδική… … Dictionary of Greek
περιποίηση — η πρόθυμη εξυπηρέτηση, φροντίδα, καλή μεταχείριση: Η περιποίησή σας με συγκίνησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιποιήσῃ — περιποιήσηι , περιποίησις keeping safe fem dat sg (epic) περιποιέω cause to remain over and above aor subj mid 2nd sg περιποιέω cause to remain over and above aor subj act 3rd sg περιποιέω cause to remain over and above fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… … Dictionary of Greek
γεροκόμιο — και γεροκόμι, το [γεροκομώ] 1. η περιποίηση τών γερόντων 2. η περιποίηση ασθενών γερόντων … Dictionary of Greek
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek
θερμοκοιτίδα — Συσκευή ικανή να διατηρεί σε ιδεώδες περιβάλλον τα πρόωρα νεογνά ή γενικά τα νεογνά που πρέπει να προφυλαχθούν ιδιαίτερα από τις μολύνσεις και τις μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Πρόκειται για μικρούς θαλάμους με διαφανή τοιχώματα,… … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
παιδαγωγία — η (Α παιδαγωγία) [παιδαγωγός] η αγωγή και η μόρφωση τών παιδιών, η εκπαίδευση («τὰς ψυχὰς οὕτω φῶμεν τὰς εὐφυεστάτους κακής παιδαγωγίας τυχούσας διαφερόντως κακὰς γίγνεσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. το λειτούργημα, το επάγγελμα τού παιδαγωγού 2. η… … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek